συνδιαθλεύω

συνδιαθλεύω
Μ
αγωνίζομαι συνεχώς από κοινού με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + διαθλεύω «αγωνίζομαι συνεχώς»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συνδιαθλώ — έω, Μ συνδιαθλεύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαθλῶ «αγωνίζομαι μέχρι τέλους»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”